μεταγραφικός

μεταγραφικός
μεταγρᾰφ-ικός, ή, όν,
A of or for transcription, Tz.ad Hes.Op.694.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεταγραφικός — μεταγραφικός, ή, όν (ΑM) [μεταγραφή] αντιγραφικός, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αντιγραφή («πταῑσμα μεταγραφικόν» λάθος κατά την αντιγραφή, Τζέτζ.) …   Dictionary of Greek

  • μεταγραφικόν — μεταγραφικός of masc acc sg μεταγραφικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”